- πολύδικος
- -ον, Αφιλόδικος («ἐν τοῖς νόμοις δὲ καὶ συμβολαίοις τὴν ἁπλότητα ἐλέγχεσθαι ἐκ τοῡ μὴ πολυδίκους εἶναι», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -δικος (< δίκη), πρβλ. μισό-δικος, φιλό-δικος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυδίκους — πολύδικος litigious masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύδικοι — πολύδικος litigious masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυδικώ — έω, Α [πολύδικος] είμαι φιλόδικος, καταφεύγω συχνά σε δίκες … Dictionary of Greek